- ταυροφόρος
- ταυροφόροςstamped with the device of a bullmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυροφόρος — ον, Α 1. (για νομίσματα) αυτός πάνω στον οποίο έχει χαραχθεί η μορφή ταύρου 2. (για πλοίο) αυτός που έχει στην πλώρη κεφάλι ταύρου ως διακοσμητικό σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φόρος*] … Dictionary of Greek
ταυροφόρον — ταυροφόρος stamped with the device of a bull masc/fem acc sg ταυροφόρος stamped with the device of a bull neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
PARASEMA — Graece παράσημα, navis insignia, aliter ἐπίσημα. Dicebatur autem parasemen, animalis alicuius προτομὴ supra rostrum navis in prora effigiata, inter προεμβολίδα, h. e. partem eminentem in prora et ἔμβολον, rostrum, unde tota nomen accipiebat: uti… … Hofmann J. Lexicon universale
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek